- οικογενειακώς
- οικογενειακώς και οικογενειακά επίρρ.,με τη συμμετοχή μελών της οικογένειας: Θαταξιδέψουμε οικογενειακώς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οικογενειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οικογένεια (α. «οικογενειακά βάρη» κάθε είδους δαπάνες που γίνονται για τη συντήρηση τών μελών μιας οικογένειας β. «οικογενειακή εστία») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικογενειακά οι υποθέσεις… … Dictionary of Greek
Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… … Wikipedia
πανοικεσία — και πανοικησίᾳ Α επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. *πανοικεσία < παν * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με… … Dictionary of Greek
Αλεξίου, Χάρις ή Χαρούλα — Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας Χαρούλας Ρούπακα. Γεννημένη στη Θήβα, σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα και έκανε ερασιτεχνικές εμφανίσεις στο κέντρο Αρχιτεκτονική. Πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1971 (Μικρά… … Dictionary of Greek
Αντωνίου, Δημήτριος — (Μοζαμβίκη Αφρικής 1906 – 1994). Πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού και ποιητής. Καταγόταν από την Κάσο της Δωδεκανήσου. Το 1912 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Σταδιοδρόμησε στο εμπορικό ναυτικό… … Dictionary of Greek
Αξιώτης, Γεώργιος — (Μαριοπόλ, Ρωσία 1875 – Αθήνα 1924). Μουσικοσυνθέτης. Ήταν γιος του εμπόρου και λογογράφου Παναγιώτη Αξιώτη (βλ. λ.), που ζούσε στη Ρωσία. Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα το 1887 και το 1895 περίπου αναχώρησε για τη Νάπολη της Ιταλίας όπου … Dictionary of Greek
Εσκενάζι, Ρόζα — (Κωνσταντινούπολη 1890 – Αθήνα 1980). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας του ρεμπέτικου Σάρας Σκινάζη. Η Ε. ήταν κόρη σχετικά εύπορης οικογένειας Σεφαρδιτών Εβραίων. Τα στοιχεία για τη νεανική της ηλικία δεν είναι σαφή. Σε νεαρή ηλικία… … Dictionary of Greek
Λάσκαρης, Χρήστος — (Χάβαρη Ηλείας 1931 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως, αλλά δεν εργάστηκε ποτέ ως δάσκαλος. Αντίθετα, σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων της Πάτρας, όπου είχε εγκατασταθεί… … Dictionary of Greek
Λυκούργος — I Σπαρτιάτης νομοθέτης, η ζωή του οποίου πιθανότατα ανάγεται στη σφαίρα του μύθου. Οι αρχαίοι συγγραφείς τού απέδιδαν τη νομοθεσία της αρχαίας Σπάρτης, έργο το οποίο ασφαλώς απασχόλησε πολλά άτομα και για σημαντικό χρονικό διάστημα. Οι… … Dictionary of Greek
Μεμέλης, Απόστολος — (Σιγή Προύσας, Μικρά Ασία 1876 – 1935). Γιατρός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· εκεί, άσκησε το ιατρικό λειτούργημα μέχρι το… … Dictionary of Greek